κηλιδώνω — κηλίδωσα, κηλιδώθηκα, κηλιδωμένος 1. λερώνω, λεκιάζω: Κηλιδώθηκε το παντελόνι σου. 2. στιγματίζω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω: Κηλίδωσε την τιμή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… … Dictionary of Greek
αιματίζω — αἱματίζω (Α) [αἷμα] 1. κηλιδώνω, λερώνω με αίμα, ματώνω 2. (για έντομα) ρουφώ αίμα, τσιμπώ, κεντώ … Dictionary of Greek
αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… … Dictionary of Greek
αναφύρω — (Α ἀναφύρω) [φύρω] 1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω 2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω … Dictionary of Greek
ασπίλωτος — ἀσπίλωτος, ον (AM) ο άσπιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπιλωτός < σπιλώ ( όω) «κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω»] … Dictionary of Greek
δολώνω — (AM δολῶ, όω) [δόλος] 1. δολιεύομαι, εξαπατώ 2. νοθεύω νεοελλ. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα μσν. 1. κηλιδώνω 2. διαστρεβλώνω αρχ. 1. πιάνω, συλλαμβάνω με δόλο 2. τροποποιώ, μετασχηματίζω … Dictionary of Greek
εκρυπώ — ἐκρυπῶ ( όω) (AM) 1. καθαρίζω από ρύπο, από βρομιά 2. ρυπαίνω εντελώς, κηλιδώνω, λερώνω … Dictionary of Greek